ἐπιπήξας

ἐπιπήξας
ἐπιπήξᾱς , ἐπιπήγνυμι
make to freeze on the top
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιπήγνυμι — ἐπιπήγνυμι και ἐπιπηγνύω (AM) [πήγνυμι] τοποθετώ επάνω, στερεώνω, θεμελιώνω αρχ. 1. κάνω κάτι να πήξει ή να παγώσει στην επιφάνεια («ὁ δὲ παγετὸς ἐπιπήξας», Ξεν.) 2. (αμτβ.) πήζω 3. παθ. ἐπιπήγνυμαι προσηλώνομαι, στερεώνομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”